λιλιίδες ή λειριίδες — (liliaceae). Οικογένεια μονοκοτυλήδονων ποωδών φυτών. Περιλαμβάνει κυρίως πολυετείς πόες που διαθέτουν υπόγειους βολβούς και ριζώματα, απ’ όπου εκφύονται όρθιοι βλαστοί και σε μερικά γένη αναρριχώμενοι. Σε άλλες περιπτώσεις, οι βλαστοί έχουν… … Dictionary of Greek
ερυθρόνιο — το (Α ἐρυθρόνιον) [ερυθρός] γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες (liliaceae) με επιμήκη λευκό βολβό και ρόδινα άνθη νεοελλ. παλιά ονομασία τού χημικού στοιχείου βανάδιο … Dictionary of Greek
ημεροκαλλίς — η (Α ἡμεροκαλλίς) νεοελλ. βοτ. αγγειόσπερμο μονοκότυλο φυτό τής οικογένειας λιλιίδες αρχ. το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemerocallis < hemero (πρβλ. ημερ(ο) * + callis < calles (πρβλ. καλλής < κάλλος)] … Dictionary of Greek
ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… … Dictionary of Greek
κνιφοφία — Πολυετής ριζωματώδης πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι κ. η ουβαρίατρίτομα η ουβαρία. Η κ. έχει πολλά σπαθοειδή, παράρριζα φύλλα, που σχηματίζουν τούφα, από το κέντρο της οποίας… … Dictionary of Greek
κολχικός — ή, ό (AM κολχικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κολχίδα ή που προέρχεται από αυτήν («λίνον δὲ τὸ μὲν Κολχικὸν ὑπὸ Ἑλλήνων Σαρδωνικὸν κέκληται». Ηρόδ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το κολχικό(ν) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που… … Dictionary of Greek
κομβαλλάρια — και κονβαλλαρία, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας λιλιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convallaria < νεολατ. convallaria (< convalis < com + callis «κοιλάδα») + νεολατ. κατάλ. aria] … Dictionary of Greek
κορδυλίνη — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας λιλιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cordyline < cordyl (πρβλ. κορδύλη «ρόπαλο») + κατάλ. ine] … Dictionary of Greek
κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… … Dictionary of Greek
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek